Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012


Εκπρόσωποι του απόλυτου και αιώνιου κακού, επιστρέφουν στη γη για να συνεχίσουν αυτά που έκαναν ως άνθρωποι. Οι δυνάμεις τους είναι τεράστιες και εκτρέφονται με τις κακές τους πράξεις. Οι βρικόλακες είναι τα πρώτα στην τάξη όντα του σκότους. Εκπρόσωποι του απόλυτου και αιώνιου κακού, επιστρέφουν στη γη για να συνεχίσουν αυτά που έκαναν ως άνθρωποι εν ζωή. Οι δυνάμεις τους είναι τεράστιες και εκτρέφονται με τις κακές τους πράξεις. Και αυτά τα όντα μπορούν να επιστρέψουν στον αγύριστο αρκεί οι πολέμιοί τους να γνωρίζουν καλά τα μαγικά ξόρκια αλλά και να έχουν το θάρρος να τους μπήξουν την ξύλινη σφήνα στην καταραμένη τους καρδιά.
Μια από τις χαρακτηριστικότερες ιστορίες με βρικόλακα είναι αυτή που διαδραματίστηκε στους Παξούς το 1600. "Τότε στους Παξούς, στην περιοχή Κουκούλια έμενε ο ενοικιαστής των δημοσίων φόρων και τελωνείου ο Καπιτάν Δουλφίς. Μάλλον ο γιος του, συνεχιστής του πατέρα του, είχε συλλάβει ένα μικρό
πλοιάριο με καπετάνιο τον Μπόικο. Ο Μπόικος μετέφερε λαθραία εμπορεύματα και η ποινή ήταν θάνατος ή ακρωτηριασμός.
Έτσι λοιπόν του κόψανε τα χέρια και πέθανε από αιμορραγία. Ο γιος του καπετάνιου Μπόικου, ο Γιωργάκης είναι το θύμα της ιστορίας μας. Η μητέρα του Γιωργάκη αγάπησε κάποιο νεαρό, που της ζήτησε για να την παντρευτεί, να του δώσει προίκα την περιουσία του άντρα της. Έπρεπε με κάθε τρόπο να εξοντώσει το γιο της. Τον άφηνε χωρίς φαγητό, χωρίς ρούχα, και τον έβαζε να κοιμάται στον στάβλο μαζί με τα πρόβατα και τις κατσίκες. Ο λαός των Παξών εκφράζει ακόμα και σήμερα την κακομεταχείριση του Γιωργάκη με το γνωστό: Αντωνέλλα πουτανέλα πού ‘φαγες την πίτα όλη και δεν μού δωσες και μένα.


Αντί όμως ο Γιωργάκης να αδυνατίζει και να μαραίνεται, γινόταν ένα όμορφο παλικάρι με δύναμη και γνώση. Η Αντωνέλλα τυφλή από το πάθος της, μια κατασκότεινη και άγρια νύχτα, μπήκε στο στάβλο και προσπαθεί να σκοτώσει το 15χρονο παλικάρι με στραγγαλισμό. Πάνω στην πάλη ο Γιωργάκης κτύπησε τη μάνα του στο κεφάλι με ένα ξύλο. Αφού περιπλανήθηκε όλη νύχτα το πρωί κρύφτηκε σε ένα καΐκι που έφευγε για την Ήπειρο. Εκεί έγινε δούλος σε κάποιο μεγάλο κτηνοτρόφο, φιλάργυρο και σκληρό. Πέντε χρόνια σκληρής και απάνθρωπης ζωής, ώσπου στο τέλος αρρώστησε από ευλογιά και το αφεντικό του τον πέταξε στους πέντε δρόμους.
Έσυρε τα βήματά του και κατέφυγε σε μια σπηλιά, νηστικός και το χειρότερο άρρωστος βαριά. Στις τελευταίες του οδυνηρές στιγμές, καταράστηκε τους ανθρώπους και ιδιαίτερα την μάνα του και ζήτησε από το διάολο να του παραδώσει την ψυχή. Λένε ακόμη ότι, ο διάολος φανερώθηκε στο Γιωργάκη και του ζήτησε να του παραδώσει την ψυχή του και σαν αντάλλαγμα του υποσχέθηκε να τον κάμει βρικόλακα για να μπορεί να εκδικηθεί τη μάνα του και τους ανθρώπους.
Η Αντωνέλλα, ελεύθερη πια, είχε στο μεταξύ γιατρευτεί από το τραύμα της, συνέχιζε να ζει τη σκανδαλώδη ζωή της στους Παξούς μαζί με τον εραστή της, ώσπου μια μέρα πληροφορήθηκε τον τραγικό θάνατο του παιδιού της. Τότε άρχισαν να την κυνηγούν οι τύψεις. Έβλεπε στον ύπνο της το φάντασμα του Γιωργάκη, άκουε κτύπους στην πόρτα, στα παραθυρόφυλλα, πέτρες να πέφτουν στα κεραμίδια, το σπίτι να σείεται σαν από σεισμό.

Η Αντωνέλλα έχασε τον ύπνο της, την ησυχία της, άρχισε να κλονίζεται η υγεία της. Ανησύχησαν οι δικοί της, την πήραν σπίτι τους. Το βράδυ όμως, ήταν τόσο μεγάλος ο θόρυβος που νόμιζαν πως ξεριζώνονται ελαιόδεντρα, πως πέφτει ραγδαία βροχή. Έτσι την έδιωξαν. Ο βρικόλακας Γιωργάκης δεν περιορίστηκε μόνο στην περιοχή του σπιτιού του. Όλοι οι κάτοικοι των Παξών άκουαν τα ουρλιάσματα, πατήματα στις στέγες των σπιτιών, κτυπήματα στις πόρτες και στα παραθυρόφυλλα. Ήταν σαν μια ομαδική υστερία που κατέλαβε ολόκληρο το νησί.
Κάλεσαν λοιπόν τους 40 ιερείς του νησιού, νήστεψαν τρεις συνεχείς ημέρες, έκαμαν λειτουργία και μέγα αγιασμό. Μετά όλοι μαζί, οι παπάδες μπροστά, ο λαός οπίσω με αναμμένα κεριά, με ψαλμούς και σταυροκοπήματα, ράντισαν οι παπάδες όλο το νησί και έστησαν, σταύρωσαν το νησί με λίθινους σταυρούς. Παράλληλα όμως κάποιος Σκλαβούνος υπάλληλος της ενετικής κυβέρνησης στους Παξούς, κάρφωσε το βρικόλακα Γιωργάκη, στο ανώφλι του σπιτιού του με τρία μεγάλα πλατυκέφαλα καρφιά και βεβαίωσε τους κατοίκους ότι ο βρικόλακας μόνο έπειτα από εκατό χρόνια μπορεί αρθεί στους Παξούς. Άλλοι λένε πως φεύγοντας πήρε μαζί του ένα πριόνι κι ένα τσεκούρι και την έρημο κατάρα να γυρίσει έπειτα από χίλια χρόνια αφού λιώσουν το πριόνι, το τσεκούρι και τα καρφιά.
Μετά από όλα αυτά ο βρικόλακας Γιωργάκης χάθηκε από τους Παξούς. Η Αντωνέλλα αφού την παράτησε ο εραστής της τρελάθηκε. Απέφευγε τους ανθρώπους και γύριζε από εκκλησία σε εκκλησία, άναβε τα καντήλια και ζητούσε συγχώρεση για το κακό που έκαμε στο γιο της. Στα τελευταία τα χρόνια, σωστό ανθρώπινο φάντασμα, η άλλοτε πανέμορφη Αντωνέλλα του καπετάν Μπόικου, έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Σ΄ αυτό το τραγικό τέλος την οδήγησαν οι τύψεις, μεταμορφωμένες στο φάντασμα του βρικόλακα Γιωργάκη της Αντωνέλλας. Τα καρφιά το 1935 τα είδε ο διευθυντής της εφημερίδας Παξοί, Μίτσελ και το ερειπωμένο πια σπίτι είναι στα Μποϊκάτικα Γαϊου, λίγο παραπάνω από τον Παντοκράτορα, αριστερά του δημόσιου δρόμου.
Ένας ακόμη γνωστός βρικόλακας είναι ο άρχοντας Κομπίτσης, ένας φοβερός έμπορος και τοκογλύφος που ήρθε στην Κέρκυρα τον 17ο αιώνα.
Σύμφωνα με αφήγηση της Μαγδάλως Χυτήρη : Όταν ο Κομπίτσης κάποτε πέθανε, οι συγγενείς του ανακάλυψαν ένα χρέος κάποιου δύστυχου χωριάτη και έστειλαν την αστυνομία για να τον συλλάβει. Ο χρεώστης για να ξεφύγει γύριζε νύχτα μέρα. Κάποιο βράδυ, σε μεσονύχτια ώρα, βρισκόταν σ΄ ένα τράφο, στην κοίτη δηλαδή κάποιου ξεροπόταμου. Άκουσε ποδοβολητά και υπέθεσε πως θα ήταν το απόσπασμα. Γι΄ αυτό και βιάστηκε να κρυφτεί πίσω από φουντωτούς θάμνους. Είδε τότε να περνά από μπρος του ένα φουσάτο (στρατός) διάολοι. Πίσω τους ακολουθούσε ο Κομπίτσης, φορτωμένος ένα βαρύ σακί. Ο φτωχός, σαν τον είδε δεν κρατήθηκε. Βγήκε από την κρυψώνα του και τον έπιασε από το ρούχο. -Τι μου ΄κανες, άρχοντα Κομπίτση; του κλάφτηκε. Για να μη μου δώσεις το ομόλογο, ότα σε ξώφλησα, μου ζητάνε πάλε το χρέος οι κλερονόμοι σου. -Με κάτι τέτοια τιμωριώμαι τώρα, καθώς γλέπεις, του αποκρίθηκε ο Κομπίτσης. Γλέπεις το σακί μου; Είναι γιομάτο άβρεχτον ασβέστη, που μου καιει την πλάτη. Μόνο δώκε μου μια βοήθεια να το κατεβάσω και να σου γράψω μια εξοφλητική απόδειξη. Μ΄ αυτή την απόδειξη του βρικόλακα γλίτωσε ο φτωχός από την καταδίωξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου